γραφειοκράτης

γραφειοκράτης
bureaucrate

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • γραφειοκράτης — ο αυτός που ασκεί την υπηρεσία του με γραφειοκρατική νοοτροπία και συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. bureaucrate, νόθο σύνθετο < bureau «γραφείο» + crate < κράτης < κράτος. Η λ. γραφειοκράται πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • γραφειοκράτης — ο θηλ. ισσα οπαδός και υποστηρικτής της γραφειοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραφειοκρατικός — ή, ό ο σχετικός με τη γραφειοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. bureaucratique < bureaucrate (πρβλ. γραφειοκράτης) ή < bureau «γραφείο» + cratique (< κράτος). Η λ. γραφειοκρατικός μαρτυρείται από το 1876 στον… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • φαρισαίος — ο / Φαρισαῑος, ΝΜΑ (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Φαρισαίοι ιουδαϊκή θεοκρατική μερίδα που εμφανίστηκε επί Ιωάννη τού Υρκανού, μεταξύ 135 105 π.Χ., προερχόταν από τους Ασιδαίους και αποτελούνταν από γραμματείς ή νομοδιδασκάλους, εχθρούς τών… …   Dictionary of Greek

  • φορμαλιστής — ο, θηλ. φορμαλίστρια, Ν 1. οπαδός τού φορμαλισμού, λογοτέχνης ή καλλιτέχνης που δίνει πρωταρχική σημασία στη μορφή τού έργου του εις βάρος τού περιεχομένου, που έχει την τάση να θεωρεί τη μορφή ως αυτοσκοπό και όχι ως έκφανση τού περιεχομένου 2.… …   Dictionary of Greek

  • μανδαρίνος — μανδαρίνος, ο και μανταρίνος, ο (λ. ινδ.) 1. τίτλος που απένειμαν οι αυτοκράτορες της παλιάς Κίνας στους ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους της χώρας. 2. μτφ., γραφειοκράτης ανώτερος υπάλληλος σχολαστικά προσκολλημένος στους τύπους ή την παράδοση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”